- καταβάπτειν
- καταβάπτωdippres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταβάπτω — (AM) 1. καταβυθίζω, εμβαπτίζω, μουσκεύω 2. διαποτίζω κάτι με βαφή, βάφω, χρωματίζω 3. βάφω με κόκκινο χρώμα, κοκκινίζω 4. παράγω κάτι με βαφή («καταβάπτειν χρυσόν», Δημοκρ.) … Dictionary of Greek